Ερωτικά ποίηματα - Πάμπλο Νερούδα











Νύχτα στο νησί


Ολονυχτίς κοιμήθηκα κοντά σου
δίπλα στη θάλασσα, στο νησί.
Ήσουν ατίθαση και τρυφερή ανάμεσα στη χαρά και στο όνειρο,
ανάμεσα στο νερό και στη φωτιά.

Μπορεί αργότερα να ‘σμίξαν τα όνειρά μας
στα ύψη ή στα βάθη,
πάνω σαν κλωνιά που σάλευαν στον ίδιον άνεμο,
κάτω σαν κοκκινόριζες που αγγίζονταν.

Μπορεί το όνειρό σου
απ’ το δικό μου να ξεμάκρυνε
και στο μουντό το πέλαγος
να μ’ έψαχνε
σαν τότε,
που ακόμα δεν υπήρχες,
τότε που αρμένιζα στο πλάι σου
δίχως να σε θωρώ,
και γύρευαν τα μάτια σου
αυτά που τώρα
τα χέρια σου γιομίζω
-ψωμί, κρασί, έρωτα και θυμό –
γιατί είσαι εσύ το κύπελλο
που πρόσμενε τα δώρα της ζωής μου.
Κοιμήθηκα κοντά σου
ολονυχτίς ενώ
η σκούρα γη γύριζε
με ζωντανούς κι αποθαμένους,
κι άξαφνα ξυπνώντας
μες στο σκοτάδι
το μπράτσο μου τη μέση σου αγκαλιάζει.
Μήτε τη νύχτα, μήτε το όνειρο
θα μας χωρίσουν πια.

Κοιμήθηκα κοντά σου
και στο ξύπνημα, το στόμα σου
ήρθε απ’ το όνειρό σου,
και μου ‘φερε τη γεύση απ’ τη γη,
απ’ το θαλασσονέρι, τα φύκια,
απ’ της ζωής τα βάθη,
και δέχτηκα το φίλημά σου
βρεγμένο από τη χαραυγή
λες και βγήκε
απ’ το πέλαγος που μας κυκλώνει.
















Το γέλιο σου


Πάρε μου το ψωμί, αν θες,
πάρε μου τον αγέρα, μα
μη μου παίρνεις το γέλιο σου.

Μη μου παίρνεις το ρόδο,
τη λόγχη που τινάζεις,
το νερό που ξάφνου
χυμά απ’ τη χαρά σου,
το απότομο κύμα
το ασήμι που γεννάς.

Είναι σκληρός ο αγώνας μου και γυρνώ
με μάτια κουρασμένα
θωρώντας κάποτε
τη γη που δεν αλλάζει,
μα έρχεται το γέλιο σου
αναθρώσκωντας στον ουρανό γυρεύοντάς με
και μου ανοίγει τις πόρτες
όλες της ζωής.

Αγάπη μου, στις πιο μαύρες
ώρες μου τινάζεται
το γέλιο σου, κι όταν ξάφνου
δεις το αίμα μου
να λεκιάζει τις πέτρες του δρόμου,
γέλα, γιατί το γέλιο σου
θα ‘ναι στα χέρια μου
σα δροσερό σπαθί.

Δίπλα στη θάλασσα του φθινοπώρου,
το γέλιο σου ας αναβρύσει
σα σιντριβάνι, όλο αφρό
και την άνοιξη, αγάπη,
θέλω το γέλιο σου σαν
τον ανθό που πρόσμενα,
τον γαλανό ανθό, το ρόδο
της βουερής πατρίδας μου.

Γέλα στη νύχτα,
στη μέρα στο φεγγάρι,
γέλα στις στριφτές
στράτες του νησιού,
γέλα σ’ αυτό το άγαρμπο
αγόρι που σ’ αγαπά,
μα όταν ανοίγω τα μάτια και τα κλείνω,
όταν τα βήματά μου φεύγουν,
όταν γυρνούν τα βήματά μου,
αρνήσου με το ψωμί, τον αγέρα,
το φως, την άνοιξη,
μα ποτέ το γέλιο σου
γιατί θα πεθάνω.

μτφ: Ν. Χρυσόπουλος

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις