O. V. de L. Milosz - Συμφωνία του Σεπτεμβρίου


                                        -Ι-

Καλόδεχτη, εσύ πού ’ρχεσαι για να με συναντήσεις
μες στην ηχώ των ίδιων μου βημάτων, απ’ το βάθος του
σκοτεινού και κρύου διάδρομου του χρόνου.
Καλώς να ’ρθείς, ω μοναξιά, μητέρα μου.
Όταν εβάδιζε η χαρά στον ίσκιο μου, όταν τα πουλιά
του γέλιου σκόνταφταν στης νύχτας τους καθρέφτες,
όταν τα λουλούδια,
όταν τα τρομερά λουλούδια της νέας συμπόνιας έπνιγαν
τον ερωτά μου
κι όταν η ζήλεια το κεφάλι της χαμήλωνε και κοιταζόταν
μέσα στο κρασί,
σκεφτόμουν σένα, μοναξιά, σκεφτόμουν σένα, παραμελημένη.
Με ταπεινό μαύρο ψωμί, με γάλα κι άγριο μέλι μ’ είχες θρέψει·
ήταν γλυκό απ’ το χέρι σου να τρώω, σαν το στρουθί,
γιατί δεν είχα, ω Παραμάνα μου, ποτέ πατέρα και μητέρα
κι η τρέλα με την παγωνιά πλανιόντουσαν χωρίς σκοπό 
μέσα στο σπίτι.
Μου εμφανιζόσουν κάποτε, με τη μορφή γυναίκας
μες στου ύπνου τ’ όμορφο το φως, το απατηλό. Το φόρεμά σου
είχε το χρώμα της σποράς· και στη χαμένη μου καρδιά
την άφωνη, την εχθρική και την ψυχρή σαν το χαλίκι μες το δρόμο,
κάποια γλυκιά στοργή ξυπνάει και τώρα ακόμα,
σαν δώ γυναίκα που τα ρούχα της έχουν εκείνο το φτωχό και
σκούρο χρώμα,
το θλιβερό και το μακρόθυμο: το πρώτο χελιδόνι
πετάει, πετάει πάνω απ’ τα οργώματα, μες στο λαμπρό
παιδιάτικο ήλιο.
Ήξερα πως το μέρος που βρισκόσουν δεν το αγάπαγες και πως
μακριά από με δεν ήσουν πια η ωραία μοναξιά μου.
Ο βράχος που τον έντυσε ο καιρός, στου πέλαγου τη μέση το τρελό νησί,
είναι γλυκιές διαμονές· και ξέρω τόσα μνήματα που από σκουριά
κι από λουλούδια είναι η πόρτα τους.
Μα δεν μπορεί το σπίτι σου να βρίσκεται κει κάτω που
ο ουρανός κι η θάλασσα,
στου ορίζοντα σαν εραστές κοιμούνται απάνω στις βιολέτες.
Όχι, μήτε απ’ τους λόφους πίσω βρίσκεται το αληθινό σου σπίτι.
Γι’ αυτό σκέφτηκες τότε την καρδιά μου. Γιατί έχεις γεννηθεί
σ’ αυτή.
Εκεί στους τοίχους έγραψες το παιδικό όνομά σου
και, σα γυναίκα που είδε τον επίγειο σύζυγό της να πεθαίνει,
ξαναγυρίζεις με μια γεύση ανέμου κι αλατιού στα μάγουλά σου
τα λευκά,
μ’ εκείνη την παλιά, παλιά ευωδιά της πάχνης
της χριστουγεννιάτικης στην κόμη σου.
Όπως από ένα κάρβουνο που γύρω σ’ ένα φέρετρο αιωρείται
απ’ την καρδιά μου που ο ρυθμός αυτός ηχεί ο μυστηριώδης
αισθάνομαι το μύρο ν’ ανεβαίνει των παιδιάτικων μεσημεριών.
Και δεν έχω ξεχάσει
τον όμορφο συνένοχο τον κήπο όπου με φώναζεν ο αντίλαλος, 
το δεύτερο παιδί σου, μοναξιά.
Και θ’ αναγνώριζα το μέρος που κοιμόμουν άλλοτε
στα πόδια σου. Δεν τρέχει ακόμα εκεί το ατλάζι του αγεριού
στην όμορφη και θλιβερή των ερειπίων βλάστηση, και του
χνουδάτου του κηφήνα
οι ήχοι οι μελένιοι ν’ ακουστούν στην όμορφη τη ζέστη δεν
θ’ αργούν;
Κι αν της περήφανης ιτιάς θα παραμέριζες
την κόμη της, της ορφανής: θα ’βλεπα του νερού το πρόσωπο,
θα τό ’βλεπα τόσο λαμπρό, τόσο ολοκάθαρο! Τόσο λαμπρό, τόσο
ολοκάθαρο
σαν τη Ξενιτεμένη σ’ όμορφο όνειρο αυγινό, ξαναϊδωμένη!
Κι η σέρρα με το ουράνιο τόξο στολισμένη του παλιού καιρού,
στεγάζει ακόμα, σίγουρα, τον κάκτο το νανοειδή και την ισχνή συκιά
που από ποια χώρα της ευδαιμονίας ήρθανε παλιά; Κι από το
ετοιμοθάνατο ηλιοτρόπιο,
λιγώνει ακόμα η μυρωδιά μέσα στους πυρετούς
του απομεσήμερου;
Ω χώρα εσύ παιδιάτικη! Ω αρχοντολόι των προγόνων σκιερό!
Όμορφη, νυσταγμένη φιλύρα, στις μέλισσες τις σοβαρές αγαπημένη,
είσ’ ευτυχής σαν άλλοτε; Κι ω κωδωνοκρουσία των χρυσών των
λουλουδιών,
γοητεύεις τη σκιά των λόφων για τους αρραβώνες
της λευκοφορεμένης Κοιμισμένης μες στο μουχλιασμένο βιβλίο,
που το ξεφύλλισμά του είναι γλυκό όταν στου κελαριού 
τη σκόνη κατεβαίνει
η αχτίδα του βραδιού: και γύρω των σταματημένων αργαλειών
της ανυφάντρας της αράχνης η σιωπή. – Καρδιά!
Πικρή καρδιά! Την κάπα του φορώντας ο βοσκός,
στη μακριά φλογέρα του φυσά. Μες στο δεντρόκηπο
καρφώνει ο δρυκολάπτης ο γλυκός την κάσα του έρωτά του
κι ο βάτραχος προσεύχεται μες στα καλάμια τα βουβά. Ω πικρή
καρδιά!
Άρρωστη, αβρή αγριοτριανταφυλλιά στους πρόποδες του λόφου, 
θα σε ξαναϊδώ κάποια μέρα;
Και ξέρεις ότι το άνθος σου όπου η δροσιά γελούσεν, η βαριά
ήταν από τα δάκρια παιδιάτικη καρδιά μου, ω φίλη,
αγκάθια άλλα με πλήγωσαν απ’ τα δικά σου!
Κι εσύ, εσύ φρόνιμη πηγή, με τη ματιά την τόσο ωραία
και γαλήνια,
όπου έβρισκε στις βουερές τις ζέστες καταφύγιο
όλ’ η σκιά κι όλ’ η σιωπή που απόμεινε στη γης!
Ένα νερό λιγότερο καθάριο κυλάει σήμερα στο πρόσωπο μου.
Αλλά το βράδυ, απ’ το παιδιάτικο κρεβάτι μου που
ανθομοσκοβολούσεν, έβλεπα
τρελά όλο στολισμένο το φεγγάρι του τέλους των καλοκαιριών.
Κοιτούσε
μες απ’ τ’ αμπέλι το πικρό, και μες στων ευωδιών τη νύχτα,
των σκύλων της Μελαγχολίας το κοπάδι γαύγιζε μέσα
στ’ όνειρο!
Έπειτα ερχόταν το φθινόπωρο με τους θορύβους του απ’ των
αμαξιών τους άξονες, απ’ τις αξίνες κι από τα πηγάδια.
Σαν τη φυγή, πάνω στο πρώτο χιόνι, του λαγού με τη λευκή κοιλιά,
γρήγορη η μέρα
άφωνη από κατάπληξη, χτυπούσε στις πικρές καρδιές της. Όλ’
αυτά, Θέ μου! όλ’ αυτά,
όταν η πεθαμένη αγάπη μου δεν είχε ακόμα γεννηθεί.
                                
                                         -ΙΙ-


Ω μοναξιά, μητέρα μου, τη ζωή μου ξαναπές μου! Νά
ο τοίχος δίχως τον εσταυρωμένο, το τραπέζι, το κλειστό
βιβλίο! Αν το αδύνατο που πρόσμενα τόσο καιρό
χτυπούσε στο παράθυρο σαν τον κοκκινολαίμη με την
παγωμένη την καρδιά,
ποιος θα σηκώνονταν εδώ για να του ανοίξει; Κάλεσμα
του κυνηγού που βράδιασε στους πελιδνούς τους βάλτους,
της κότας η στερνή κραυγή σβήνει και ξεψυχά: το πέσιμο ενός 
μόνο φύλλου
γεμίζει την βουβή καρδιά του δάσους τρόμο.
Τί είσαι, λοιπόν, πικρή καρδιά; Μια κοιμισμένη κάμαρη
όπου, με τους αγκώνες στο κλειστό βιβλίο, το άσωτο παιδί
ακούει το βόμβο της παλιάς γαλάζιας μύγας της παιδιάτικης,
ή ένας καθρέφτης πού θυμάται; Γιά ένας τάφος που τον
ξύπνησε ο κλέφτης;
Ευτυχισμένα παρελθόντα, με τον στεναγμό φερμένα της βραδιάς,
νέφη χρυσά,
καράβια μαγικά, για τους αγγέλους φορτωμένα μάνα, νά ’ναι
αλήθεια
πως όλα, πάψαν όλα πια να μ’ αγαπούν και πως ποτέ,
ποτέ δεν θα σας ξαναϊδώ μες απ’ το κρύσταλλο των παιδικών
καιρών;
Και πως τα χρώματά σας κι οι φωνές σας κι η αγάπη μου,
πως ήταν όλ’ αυτά πιο σύντομα απ’ την αστραπή μίας σφήκας
στον αέρα,
από του δακριού τον ήχο, καθώς πέφτει σ’ ένα φέρετρο;
Πως ήταν ένα καθαρό ψέμα, ένα χτυποκάρδι μου μες στ’ όνειρο
ακουσμένο;
Μόνος μπροστά στους άφωνους των γερατειών
τους παγετώνες!
Μόνος
με την ηχώ κάποιου ονόματος! Κι ο φόβος της μέρας κι ο φόβος
της νυχτός
σαν αδερφοί μέσα στη δυστυχία ξαναφιλιωμένοι,
ορθοί στου ύπνου τη γέφυρα γνέφουνε, γνέφουν μεταξύ τους.
Κι όπως στης σκοτεινής λίμνης τα βάθη η πέτρα η ταπεινή
από τα χέρια του όμορφου σκληρού παιδιού ριγμένη αλλοτινά,
έτσι αναπαύεται στο πιο θλιμμένο μέρος της καρδιάς,
στην κοιμισμένη λάσπη της ανάμνησης, βαριά η αγάπη


Μετάφραση : Μήτσος Παπανικολάου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις