Ένα ποίημα της ~A.F.





Προς Έλληνες


…όταν σαν όρνεα βδελυρά
στέκουν απάνω από το ξεψυχισμένο ελάφι,
τα νύχια μπήγοντας στη σάρκα,
το ράμφος μέσα στα σπλάχνα,
... ρουφώντας το αίμα που πιότερο στο σώμα δε κοχλάζει,
άλλοτε τρυφερό και γοργοκίνητο σαν ήταν το ελάφι.

Πώς από τα περιστέρια τα λευκά
Που πνέανε γαλάζιο,
Από το φτερωτό το στήθος ξεπρόβαλαν νύχια σουβλερά,
Από τα κεντημένα σωφροσύνη μάτια
Κόρες μαύρες και τρεμουλιασμένες γεννηθήκαν;
Πως οι ψυχές που κάποτε πετούσαν με ανάγκη για ελπίδα,
Καταγής πλέον μαραζωμένες επιτίθενται με μένος;

...σα διαμελίζουν το άμοιρο κουφάρι,
...το φτέρωμα χτυπώντας στα πλευρά με αγριάδα,
...το σώμα τους συντρίβουν το ένα πάνω στο άλλο,
...σε μάχες μεταξύ τους για το τελευταίο
χείριστο, σάπιο μεράδι.

Το πτώμα τούτο που αγωνίζονται να καταπιούν με περισσή μανία,
τούτο το άμοιρο διαμελισμένο κουφάρι,
κατακρεουργημένη περηφάνια και τιμή αλλοτινή, δική τους είναι,
των βλασταριών τους γάλα.

Τις Πταίει και Ποιος Λανθάνει;

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις