Ράινερ Μαρία Ρίλκε: Αφιέρωμα στην Παγκόσμια Ποίηση - Μέρος 3ο





Η εταίρα


Ο ήλιος της Βενετίας στα μαλλιά μου
χρυσάφι θα ετοιμάσει: έξοχο τέλος όλων
των αλχημειών. Τα φρύδια μου, που τόσο μοιάζουν
με τα γιοφύρια, φέρνουνε, καθώς το βλέπεις,

πάνωθε από τον κίνδυνο τον σιωπηλό
των ματιών, που τον κλείνει μια, προς τα κανάλια
κρυφή επικοινωνία, έτσι ώστε η θάλασσα όλη
μέσα τους ανεβαίνει και πέφτει κι αλλάζει.

Όποιος μια φορά μ’ είδε, φθονεί το σκυλί μου,
τι, απάνω του, πολλές φορές, σε κάποια σπάνια
ανάπαυλα, το χέρι μου, που σε καμιά
φωτιά δεν καίγεται, άτρωτο πάντα, στολισμένο,
γαληνεύει-. Κι αγόρια, παλιών τζακιών ελπίδες,
στο στόμα μου βουλιάζουν όπως σε φαρμάκι.

Μια Σίβυλλα


Γριά την λέγανε άλλοτε, πριν χρόνια.
Αλλ’ έμεινε, κι ερχότανε τον ίδιο
δρόμο καθημερνά. Κι άλλαξαν τα μέτρα
και την μετρούσανε, όπως ένα δάσος,

με τους αιώνες. Αλλ’ αυτή στεκόταν
κάθε βράδυ στην ίδια πάντα θέση,
ολόμαυρη σαν ένα αρχαίο καστέλι
ψηλό κι άδεια κι απ’ τη φωτιά φαωμένο.

Από τα λόγια της, αυτά που πληθαίναν
απρόσεχτα, παρά την θέλησή της,
αδιάκοπα φωνάζαν και πετούσαν γύρω,

ενώ αυτά, που είχαν γυρίσει πίσω κιόλας,
στο τόπο τους, σκοτεινά καθόταν
κάτω απ’ τα φρύδια της, έτοιμα για τη νύχτα.

Κυρία μπροστά στον καθρέφτη

Σάμπως μες σε μια ζάλη από βαριά μύρα,
λύνει σιγά σιγά μες στον διαυγή, νερένιο
καθρέφτη της, την κουρασμένη κίνησή της,
ρίχνοντας πάνω στου ακέριο το χαμόγελό της

και περιμένει η νερένια επιφάνεια να φουσκώσει
απ’ αυτό το χαμόγελο, ύστερα, τα μαλλιά της
μες στον καθρέφτη χύνει κι ενώ τον εξαίσιον
ώμον , από τη βραδινή τουαλέτα βγάζει,
σιωπηλά πίνει απ’ την εικόνα της. Και πίνει
ό,τι ένας εραστής θα έπινε, σε μια μέθη,
ερευνητικά, δυσπιστία γιομάτος. Και δεν νεύει

στην καμαριέρα της παρά μόνον όταν
στο βάθος του καθρέφτη της βρει φώτα, ντουλάπες
και τη θαμπάδα μιας νυχτωμένης ώρας.

Επίλογος


Ο θάνατος είναι μεγάλος.
Είμαστε δικοί του
κι όταν γελούμε.
Κι εκεί που θαρρούμε
πως η ζωή μας ζώνει
τολμά να κλάψει εντός μας.

Ο ποιητής


Μακριά από μένα φεύγεις, ώρα
και το φτεροκόπημά σου με πληγώνει ακόμα.
Μόνος: τι να το κάνω πια το στόμα;
τι τη νύχτα μου; τι να την κάνω τη μέρα μου τώρα;
Δεν έχω σπίτι δεν έχω αγαπημένη.
Γωνιά δεν έχω η ζωή μου ν’ ακουμπήσει.
Το καθετί που του δίνομαι πλουταίνει
και θα με σπαταλήσει.

μτφ.: Άρης Δικταίος

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις